στιβεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=suivre à la piste, explorer pas à pas ; <i>Pass.</i> [[τόπος]] στιβευόμενος PLUT lieu où l’on suit une piste ; <i>fig.</i> explorer, sonder.<br />'''Étymologie:''' [[στίβος]].
|btext=suivre à la piste, explorer pas à pas ; <i>Pass.</i> [[τόπος]] στιβευόμενος PLUT lieu où l’on suit une piste ; <i>fig.</i> explorer, sonder.<br />'''Étymologie:''' [[στίβος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[στιβεύς]]<br /><b>1.</b> [[ανιχνεύω]], [[ιχνηλατώ]] («διὰ... τὴν ἀπὸ τῶν... ἀνθῶν εὐωδίαν, λέγεται τοὺς κυνηγεῑν εἰωθότας [[κύνας]] μὴ δύνασθαι στιβεύειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξερευνώ]], [[εξετάζω]] («στιβεύειν διὰ τῶν εὐλόγων τὸ [[μέλλον]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]], [[οδοιπορώ]], [[ταξιδεύω]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβεύω Medium diacritics: στιβεύω Low diacritics: στιβεύω Capitals: ΣΤΙΒΕΥΩ
Transliteration A: stibeúō Transliteration B: stibeuō Transliteration C: stiveyo Beta Code: stibeu/w

English (LSJ)

   A track out, D.S.5.3, Plu.2.966c; explore, διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον ib.399a:—Pass., στιβευόμενος τόπος ib.918b.    II intr., walk, travel, Hsch.

German (Pape)

[Seite 942] = στιβέω, von Hunden, D. Sic. 5, 3; καὶ ἰχνοσκοπεῖν, Plut. de Pyth. or. 10.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβεύω: ἀνιχνεύω, Διόδ. 5. 3, Πλούτ. 2. 966C· ἐξερευνῶ, τὸ μέλλον αὐτόθι 399Α. ― Παθ., στιβευόμενος τόπος αὐτόθι 918Β. ΙΙ. ἀμετάβ., βαδίζω, ὁδοιπορῶ, ταξειδεύω, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

suivre à la piste, explorer pas à pas ; Pass. τόπος στιβευόμενος PLUT lieu où l’on suit une piste ; fig. explorer, sonder.
Étymologie: στίβος.

Greek Monolingual

Α στιβεύς
1. ανιχνεύω, ιχνηλατώ («διὰ... τὴν ἀπὸ τῶν... ἀνθῶν εὐωδίαν, λέγεται τοὺς κυνηγεῑν εἰωθότας κύνας μὴ δύνασθαι στιβεύειν», Διόδ.)
2. εξερευνώ, εξετάζω («στιβεύειν διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον», Διόδ.)
3. βαδίζω, οδοιπορώ, ταξιδεύω.