στηθοδέσμη: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6_9) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στηθοδέσμη''': ἡ, [[δεσμός]] τις περὶ τὸ [[στῆθος]] τῶν γυναικῶν πρὸς ὑποβάστασιν τῶν μαστῶν, «κορσές», Ἐτυμολ. Μέγ. 749. 44· στηθόδεσμος, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 66· - [[ὡσαύτως]] ὑποκοριστ. -[[δέσμιον]], τό, Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰερεμ. Γ΄, 22), Γαλην., - -[[δεσμίς]], ίδος, ἡ· ἴδε Μüller Archäol. d. Kunst 339. 3. | |lstext='''στηθοδέσμη''': ἡ, [[δεσμός]] τις περὶ τὸ [[στῆθος]] τῶν γυναικῶν πρὸς ὑποβάστασιν τῶν μαστῶν, «κορσές», Ἐτυμολ. Μέγ. 749. 44· στηθόδεσμος, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 66· - [[ὡσαύτως]] ὑποκοριστ. -[[δέσμιον]], τό, Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰερεμ. Γ΄, 22), Γαλην., - -[[δεσμίς]], ίδος, ἡ· ἴδε Μüller Archäol. d. Kunst 339. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[στηθόδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. [[αντί]] [[στηθόδεσμος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, woman's
A breast-band, EM749.44; also στηθο-δεσμία, ἡ, Sor.1.55; στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, PCair.Zen.456.1 (iii B.C.), LXXJe.2.32, Phleg.Fr.36.1J., Gal.18(1).823; στηθό-δεσμος, ὁ, Poll.7.66: a bandage, Heliod. ap. Orib.48.49 tit.:—Dim. στηθο-δέσμιον, τό, EM749.40.
German (Pape)
[Seite 940] ἡ, = στηθόδεσμος, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
στηθοδέσμη: ἡ, δεσμός τις περὶ τὸ στῆθος τῶν γυναικῶν πρὸς ὑποβάστασιν τῶν μαστῶν, «κορσές», Ἐτυμολ. Μέγ. 749. 44· στηθόδεσμος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 66· - ὡσαύτως ὑποκοριστ. -δέσμιον, τό, Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰερεμ. Γ΄, 22), Γαλην., - -δεσμίς, ίδος, ἡ· ἴδε Μüller Archäol. d. Kunst 339. 3.
Greek Monolingual
ἡ, Α
στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί στηθόδεσμος].