συβήνη: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(6_9) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῠβήνη''': ἢ σῠβίνη [ῑ], ἡ, [[θήκη]] αὐλοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1197, 1215 ([[ἔνθα]] [[βάρβαρος]] [[εἶναι]] ὁ λαλῶν)· ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]] παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 153, Ι΄, 153, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[συβήνη]]· [[αὐλοθήκη]], ἢ [[τοξοθήκη]]. ἢ ναυτικὸς [[χιτών]]». - «συβίνη· καπροβόλον. [[ἐμβόλιον]]» ὁ αὐτ. | |lstext='''σῠβήνη''': ἢ σῠβίνη [ῑ], ἡ, [[θήκη]] αὐλοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1197, 1215 ([[ἔνθα]] [[βάρβαρος]] [[εἶναι]] ὁ λαλῶν)· ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]] παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 153, Ι΄, 153, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[συβήνη]]· [[αὐλοθήκη]], ἢ [[τοξοθήκη]]. ἢ ναυτικὸς [[χιτών]]». - «συβίνη· καπροβόλον. [[ἐμβόλιον]]» ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[θήκη]] αυλού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[συβήνη]]<br />[[τοξοθήκη]]» <br />β) «[[συβήνη]]<br />[[ναυτικός]] [[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο η σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[τόξον]]) όσο και η [[μορφή]] της (<b>πρβλ.</b> [[σαγήνη]]) οδηγούν στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A flute-case, IG12.280.86, Ar. Th.1197,1215 (where a barbarian is speaking), Poll.7.153, 10.153, EM732.25, Hsch.
German (Pape)
[Seite 961] ἡ, u. συβίνη statt σιβύνη, Ar. Th. 1197. 1216, Schol. αὐλοθήκή, φαρετρεών; vgl. Poll. 10, 153 u. Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σῠβήνη: ἢ σῠβίνη [ῑ], ἡ, θήκη αὐλοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1197, 1215 (ἔνθα βάρβαρος εἶναι ὁ λαλῶν)· ὁ δεύτερος τύπος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 153, Ι΄, 153, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «συβήνη· αὐλοθήκη, ἢ τοξοθήκη. ἢ ναυτικὸς χιτών». - «συβίνη· καπροβόλον. ἐμβόλιον» ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. θήκη αυλού
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «συβήνη
τοξοθήκη»
β) «συβήνη
ναυτικός χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η σημ. της λ. (πρβλ. τόξον) όσο και η μορφή της (πρβλ. σαγήνη) οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ.].