συγκύρησις: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_9) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκύρησις''': ἡ, [[σύμπτωσις]], κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Διογ. Λ. 10. 98· συνδρομὴ περιστάσεων, Πολύβ. 9. 12, 6. | |lstext='''συγκύρησις''': ἡ, [[σύμπτωσις]], κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Διογ. Λ. 10. 98· συνδρομὴ περιστάσεων, Πολύβ. 9. 12, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και πιθ. [[σύγκυρσις]], -ύρσεως, ἡ, Α [<i>συγκυρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> [[συγκυρία]]<br /><b>2.</b> [[σύμπτωση]] («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾱλλον», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A concurrence, coincidence, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Epicur.Ep.2p.43U.; conjuncture, Plb.9.12.6.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, = Vorigem; Pol. 9, 12, 6; S. Emp. pyrrh. 1, 141.
Greek (Liddell-Scott)
συγκύρησις: ἡ, σύμπτωσις, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Διογ. Λ. 10. 98· συνδρομὴ περιστάσεων, Πολύβ. 9. 12, 6.
Greek Monolingual
και πιθ. σύγκυρσις, -ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)]
1. συγκυρία
2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾱλλον», Πολ.).