συναναλαμβάνω: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=prendre <i>ou</i> reprendre ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναλαμβάνω]]. | |btext=prendre <i>ou</i> reprendre ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ενσωματώνω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συναναλαμβάνομαι</i><br />(για άρτο) ζυμώνομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ὥσπερ]]... ἀνείληφε [[σῶμα]] [[οὕτως]] συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (για φαρμ. ουσίες) [[αναμιγνύω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]], [[δέχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A take up along with, τινι Plu.2.214f, Aq.Ex.9.24, Ath.3.113d; incorporate a drug in an ointment, Dsc.Eup.1.161, Antyll. ap. Orib.9.24.15:—Pass., to be included, CPR19a5 (iv A.D.). 2 receive, BGU918.9 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 999] (s. λαμβάνω), mit, zugleich auf. oder annehmen, Plut. Lac. apophth. p. 191.
Greek (Liddell-Scott)
συναναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 214Ε, Ἀθήν. 113D.
French (Bailly abrégé)
prendre ou reprendre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναλαμβάνω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ενσωματώνω
2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι
(για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο
αρχ.
1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)
2. (για φαρμ. ουσίες) αναμιγνύω
3. παίρνω, δέχομαι.