συναναλαμβάνω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
A take up along with, τινι Plu.2.214f, Aq.Ex.9.24, Ath.3.113d; incorporate a drug in an ointment, Dsc.Eup.1.161, Antyll. ap. Orib.9.24.15:—Pass., to be included, CPR19a5 (iv A.D.).
2 receive, BGU918.9 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 999] (s. λαμβάνω), mit, zugleich auf. oder annehmen, Plut. Lac. apophth. p. 191.
French (Bailly abrégé)
prendre ou reprendre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
συναναλαμβάνω: одновременно воспринимать: συναναληφθέντες τινὶ οἱ τῶν γραμμάτων χαρακτῆρες Plut. запечатленные на чем-л. письмена.
Greek (Liddell-Scott)
συναναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 214Ε, Ἀθήν. 113D.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ενσωματώνω
2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι
(για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο
αρχ.
1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῦ», Ωριγ.)
2. (για φαρμ. ουσίες) αναμιγνύω
3. παίρνω, δέχομαι.