συγκερασμός: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκερασμός''': ὁ, [[σύγκρασις]], [[μῖξις]], [[μετρίασις]], Γλωσσ. | |lstext='''συγκερασμός''': ὁ, [[σύγκρασις]], [[μῖξις]], [[μετρίασις]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ [[συγκεράννυμι]]<br />1.(κυριολ. και μτφ.) [[ανάμιξη]], [[ανακάτεμα]] (α. «[[συγκερασμός]] του οίνου» β. «[[συγκερασμός]] αντιλήψεων»)<br /><b>2.</b> [[μετριασμός]], [[περιστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[ρύθμιση]] μιας ηχητικής πηγής, όπως [[είναι]] η [[φωνή]] ή μια [[χορδή]], [[έτσι]] ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε [[αναλογία]] [[προς]] ένα δεδομένο τονικό ύψος. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜ [[συγκεράννυμι]]<br />1.(κυριολ. και μτφ.) [[ανάμιξη]], [[ανακάτεμα]] (α. «[[συγκερασμός]] του οίνου» β. «[[συγκερασμός]] αντιλήψεων»)<br /><b>2.</b> [[μετριασμός]], [[περιστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[ρύθμιση]] μιας ηχητικής πηγής, όπως [[είναι]] η [[φωνή]] ή μια [[χορδή]], [[έτσι]] ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε [[αναλογία]] [[προς]] ένα δεδομένο τονικό ύψος. | |mltxt=ο, ΝΜ [[συγκεράννυμι]]<br />1.(κυριολ. και μτφ.) [[ανάμιξη]], [[ανακάτεμα]] (α. «[[συγκερασμός]] του οίνου» β. «[[συγκερασμός]] αντιλήψεων»)<br /><b>2.</b> [[μετριασμός]], [[περιστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[ρύθμιση]] μιας ηχητικής πηγής, όπως [[είναι]] η [[φωνή]] ή μια [[χορδή]], [[έτσι]] ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε [[αναλογία]] [[προς]] ένα δεδομένο τονικό ύψος. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A mixing, tempering, Gloss.
German (Pape)
[Seite 967] ὁ, das Vermischen, Mildern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκερασμός: ὁ, σύγκρασις, μῖξις, μετρίασις, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.