συγκεχυμένως: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />confusément.<br />'''Étymologie:''' συγκέχυμαι, <i>pf. Pass. de</i> [[συγχέω]].
|btext=<i>adv.</i><br />confusément.<br />'''Étymologie:''' συγκέχυμαι, <i>pf. Pass. de</i> [[συγχέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] σαφή [[διάκριση]], ασυνάρτητα, ακαθόριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεχυμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[συγχέω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] σαφή [[διάκριση]], ασυνάρτητα, ακαθόριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεχυμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[συγχέω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] σαφή [[διάκριση]], ασυνάρτητα, ακαθόριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεχυμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[συγχέω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεχῠμένως Medium diacritics: συγκεχυμένως Low diacritics: συγκεχυμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΧΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkechyménōs Transliteration B: synkechymenōs Transliteration C: sygkechymenos Beta Code: sugkexume/nws

English (LSJ)

Adv. of συγχέω,

   A indiscriminately, Arist.EN1145b16, Plu.2.168a, S.E.M.7.171, etc.; φεύγειν J.AJ13.4.4; εἰπεῖν (opp. σαφῶς) Hermog.Id.1.11.

German (Pape)

[Seite 967] adv. part. pert. pass. von συγχέω, vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεχῠμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγχέω, ὡς καὶ νῦν, φύρδην μίγδην, ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément.
Étymologie: συγκέχυμαι, pf. Pass. de συγχέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].