συγχώρημα: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[συγχώρησις]].<br />'''Étymologie:''' [[συγχωρέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[συγχώρησις]].<br />'''Étymologie:''' [[συγχωρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συγχωρῶ]]<br /><b>1.</b> [[συγκατάνευση]], [[συγκατάθεση]], [[έγκριση]] («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων [[συγχώρημα]] διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνεννόηση]] («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συγχωρῶ]]<br /><b>1.</b> [[συγκατάνευση]], [[συγκατάθεση]], [[έγκριση]] («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων [[συγχώρημα]] διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνεννόηση]] («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).
|mltxt=τὸ, Α [[συγχωρῶ]]<br /><b>1.</b> [[συγκατάνευση]], [[συγκατάθεση]], [[έγκριση]] («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων [[συγχώρημα]] διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνεννόηση]] («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχώρημα Medium diacritics: συγχώρημα Low diacritics: συγχώρημα Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: synchṓrēma Transliteration B: synchōrēma Transliteration C: sygchorima Beta Code: sugxw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A concession, Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.Publ. 20.    2 agreement, PSI2.189.18 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 972] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; συγχώρημα λαβεῖν παρά τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; περί τινος, 1, 85, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώρημα: τό, παραχώρησις, συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν παρά τινος 4. 73, 10· περί τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. τιμῆς Πλουτ. Ποπλ. 20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. συγχώρησις.
Étymologie: συγχωρέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α συγχωρῶ
1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.)
2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).

Greek Monolingual

τὸ, Α συγχωρῶ
1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.)
2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).