Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμφοιτητής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />condisciple.<br />'''Étymologie:''' [[συμφοιτάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />condisciple.<br />'''Étymologie:''' [[συμφοιτάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [[συμφοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φοιτητής]] [[μαζί]] με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην [[ίδια]] ανώτερη ή ανώτατη [[σχολή]] με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμαθητής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συμπροσκυνητής]] στον ναό του Ασκληπιού.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [[συμφοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φοιτητής]] [[μαζί]] με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην [[ίδια]] ανώτερη ή ανώτατη [[σχολή]] με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμαθητής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συμπροσκυνητής]] στον ναό του Ασκληπιού.
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [[συμφοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φοιτητής]] [[μαζί]] με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην [[ίδια]] ανώτερη ή ανώτατη [[σχολή]] με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμαθητής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συμπροσκυνητής]] στον ναό του Ασκληπιού.
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφοιτητής Medium diacritics: συμφοιτητής Low diacritics: συμφοιτητής Capitals: ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: symphoitētḗs Transliteration B: symphoitētēs Transliteration C: symfoititis Beta Code: sumfoithth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A schoolfellow, Pl.Euthd.272c, Phdr. 255a, X.HG2.4.20, Arist.EN1162a33, Gal.16.684.    II fellowpilgrim to the temple of Asclepius, Aristid.Or.50(26).42 (pl.), 48(24).27, 28(49).133. (Cf. φοιτητής.)

German (Pape)

[Seite 992] ὁ, der mit od. zugleich wohin, bes. in die Schule geht, Mitschüler; Plat. Phaedr. 255 a Euthyd. 272 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

συμφοιτητής: -οῦ, ὁ, συμμαθητής, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Φαῖδρ. 255Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 8. Πρβλ. φοιτητής.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
condisciple.
Étymologie: συμφοιτάω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν συμφοιτῶ
νεοελλ.
φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον
αρχ.
1. συμμαθητής
2. (ειδικά) συμπροσκυνητής στον ναό του Ασκληπιού.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν συμφοιτῶ
νεοελλ.
φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον
αρχ.
1. συμμαθητής
2. (ειδικά) συμπροσκυνητής στον ναό του Ασκληπιού.