συναγωγεύς: Difference between revisions
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />qui rassemble.<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />qui rassemble.<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει<br /><b>2.</b> [[συνωμότης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συγκαλεί [[συνέδριο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ [[ἔρως]] [[ἔμφυτος]] [[ἀλλήλων]] τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως [[συναγωγεύς]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βοηθά στη [[σύναψη]] αθέμιτου δεσμού ή ο [[προξενητής]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ συναγωγέες</i><br />οι συσταλτικοί μύες του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναγωγός]] / [[συναγωγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραγωγ</i>-<i>εύς</i>)]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει<br /><b>2.</b> [[συνωμότης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συγκαλεί [[συνέδριο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ [[ἔρως]] [[ἔμφυτος]] [[ἀλλήλων]] τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως [[συναγωγεύς]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βοηθά στη [[σύναψη]] αθέμιτου δεσμού ή ο [[προξενητής]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ συναγωγέες</i><br />οι συσταλτικοί μύες του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναγωγός]] / [[συναγωγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραγωγ</i>-<i>εύς</i>)]. | |mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει<br /><b>2.</b> [[συνωμότης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συγκαλεί [[συνέδριο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ [[ἔρως]] [[ἔμφυτος]] [[ἀλλήλων]] τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως [[συναγωγεύς]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βοηθά στη [[σύναψη]] αθέμιτου δεσμού ή ο [[προξενητής]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ συναγωγέες</i><br />οι συσταλτικοί μύες του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναγωγός]] / [[συναγωγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραγωγ</i>-<i>εύς</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one who brings together, assembler, τῶν πολιτῶν Lys.12.43, cf. Luc.Peregr.11; convener of a σύνοδος, Durrbach Choix d'inscr. de Délos 162 (i B.C.), OGI573.10 (Cilicia, i A.D.), Supp.Epigr. 1.330B3 (Istros, ii A.D.); λόγος σ. τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀγέλης Max.Tyr. 7.3. II one who unites, ἔρως τῆς ἀρχαίας φύσεως σ. Pl.Smp.191d; matchmaker, ὁ τοῦ γάμου σ. Lib.Ep.1488.1. III οἱ συναγωγέες the sphincter ani muscles, Hp.Oss.14.
German (Pape)
[Seite 996] ὁ, der Zusammenführer, Verbinder; Hippocr.; Plat. Conv. 191 b; πολιτῶν Lys. 12, 43.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγωγεύς: ὁ, ὁ συνάγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ὁ συναθροίζων, τῶν πολιτῶν Λυσί. 124. 13, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 11· λόγος σ. τῶν ἀνθρώπων Μάξ. Τύρ. 7. 3. ΙΙ. ὁ ἑνώνων, συνδέων, συνάπτων, ἔρως τῆς ἀρχαίας φύσεως ξ. Πλάτ. Συμπ. 191D· τῆς φιλίας Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. οἱ συναγωγέες, οἱ συστελλόμενοι μύες, Ἱππ. 278. 35.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
qui rassemble.
Étymologie: συνάγω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει
2. συνωμότης
αρχ.
1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.)
3. αυτός που βοηθά στη σύναψη αθέμιτου δεσμού ή ο προξενητής
4. στον πληθ. οἱ συναγωγέες
οι συσταλτικοί μύες του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγός / συναγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. παραγωγ-εύς)].
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει
2. συνωμότης
αρχ.
1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.)
3. αυτός που βοηθά στη σύναψη αθέμιτου δεσμού ή ο προξενητής
4. στον πληθ. οἱ συναγωγέες
οι συσταλτικοί μύες του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγός / συναγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. παραγωγ-εύς)].