συνανήκω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνανήκω''': [[ἀνήκω]] ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22.
|lstext='''συνανήκω''': [[ἀνήκω]] ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜ<br />[[ανήκω]] [[επίσης]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», <b>Φώτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜ<br />[[ανήκω]] [[επίσης]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», <b>Φώτ.</b>).
|mltxt=ΝΜ<br />[[ανήκω]] [[επίσης]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», <b>Φώτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανήκω Medium diacritics: συνανήκω Low diacritics: συνανήκω Capitals: ΣΥΝΑΝΗΚΩ
Transliteration A: synanḗkō Transliteration B: synanēkō Transliteration C: synaniko Beta Code: sunanh/kw

English (LSJ)

   A have reference also to a thing, Phot.Bibl.p.162 B.

Greek (Liddell-Scott)

συνανήκω: ἀνήκω ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22.

Greek Monolingual

ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).

Greek Monolingual

ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).