συνδιατρίβω: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> user ensemble, employer ensemble : [[σύν]] τινι αἰῶνα σ. PLUT, χρόνον PLUT passer le temps ensemble;<br /><b>II.</b> passer son temps avec, vivre avec :<br /><b>1</b> <i>avec un rég. de pers.</i> [[μετά]] τινος avec qqn ; <i>particul.</i> suivre les leçons d’un maître : [[οἱ]] [[τῷ]] Σωκράτει συνδιατρίβοντες XÉN les disciples de Socrate;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de chose</i> passer sa vie occupé à qch (dans la pratique des vertus).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διατρίβω]]. | |btext=<b>I.</b> user ensemble, employer ensemble : [[σύν]] τινι αἰῶνα σ. PLUT, χρόνον PLUT passer le temps ensemble;<br /><b>II.</b> passer son temps avec, vivre avec :<br /><b>1</b> <i>avec un rég. de pers.</i> [[μετά]] τινος avec qqn ; <i>particul.</i> suivre les leçons d’un maître : [[οἱ]] [[τῷ]] Σωκράτει συνδιατρίβοντες XÉN les disciples de Socrate;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de chose</i> passer sa vie occupé à qch (dans la pratique des vertus).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διατρίβω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ζω [[μαζί]] με κάποιον [[συνεχώς]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με άψυχα) [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διατρίβω]] «[[παραμένω]], [[κατοικώ]], [[περνώ]] την ώρα μου»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ζω [[μαζί]] με κάποιον [[συνεχώς]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με άψυχα) [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διατρίβω]] «[[παραμένω]], [[κατοικώ]], [[περνώ]] την ώρα μου»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ζω [[μαζί]] με κάποιον [[συνεχώς]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με άψυχα) [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διατρίβω]] «[[παραμένω]], [[κατοικώ]], [[περνώ]] την ώρα μου»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A pass or spend time with or together, σὺν . . Κίμωνι αἰῶνα πάντα σ. Cratin.1.5; τὸν ἄλλον σ. χρόνον (sc. τοῖς τεθνηκόσι) Antiph.53.6. 2 more freq. without acc., live constantly with, μετά τινος, Pl.Smp.172c, Isoc.2.27, cf. Vit.Philonid. p.12 C.; οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες his disciples, X.Mem.1.2.3, 4.1.1. II of things, occupy oneself with, μύθοις Isoc.4.158, cf. 2.43, 9.76.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, διέρχομαι τὸν χρόνον μετά τινος ἢ ὁμοῦ, σύν… Κίμωνι αἰῶνα πάντα συνδιατρίψειν Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1. 5· σ. διατριβὰς ἀλλήλοις Αἰσχίλ. 21. 1· τὸν ἄλλον σ. χρόνον (ἐξυπακουομ. τοῖς τεθνηκόσι) Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 2. 2) συνηθέστερον ἀπολ. (ἐξυπακ. τοῦ βίον) ζῶ διαρκῶς μετά τινος, μάλιστα μετὰ κυρίου ἢ δεσπότου, τινὶ καὶ μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 172C, Ἰσοκρ. 20Β· οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες, οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 3., 4. 1, 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, μύθοις Ἰσοκρ. 73Ε, πρβλ. 23C, 206D. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 127.
French (Bailly abrégé)
I. user ensemble, employer ensemble : σύν τινι αἰῶνα σ. PLUT, χρόνον PLUT passer le temps ensemble;
II. passer son temps avec, vivre avec :
1 avec un rég. de pers. μετά τινος avec qqn ; particul. suivre les leçons d’un maître : οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες XÉN les disciples de Socrate;
2 avec un rég. de chose passer sa vie occupé à qch (dans la pratique des vertus).
Étymologie: σύν, διατρίβω.
Greek Monolingual
Α
1. περνώ τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, Ξεν.)
2. ζω μαζί με κάποιον συνεχώς
3. (σχετικά με άψυχα) ασχολούμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διατρίβω «παραμένω, κατοικώ, περνώ την ώρα μου»].
Greek Monolingual
Α
1. περνώ τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, Ξεν.)
2. ζω μαζί με κάποιον συνεχώς
3. (σχετικά με άψυχα) ασχολούμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διατρίβω «παραμένω, κατοικώ, περνώ την ώρα μου»].