Τυνδάρεος: Difference between revisions
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
(Autenrieth) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=Tyndareüs, of [[Sparta]], [[husband]] of [[Leda]], and [[father]] of [[Clytaemnestra]], [[Castor]], and [[Pollux]], Od. 24.199, Od. 11.298 ff. | |auten=Tyndareüs, of [[Sparta]], [[husband]] of [[Leda]], and [[father]] of [[Clytaemnestra]], [[Castor]], and [[Pollux]], Od. 24.199, Od. 11.298 ff. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. [[Τυνδάρεως]], -εω, και -έου και -εος, ο, ΝΑ 1. <b>μυθ.</b><br />[[γιος]] του Οιβάλλου και της Γοργοφόνης ή της Βάτειας, [[αδελφός]] του Ικαρίου, του Ιπποκόωντος, του Αφαρέως, του Λευκίππου και της Αρήνης, [[θνητός]] [[σύζυγος]] της Λήδας και [[πατέρας]] της Ελένης, της Κλυταιμνήστρας, τών Διοσκούρων, της Τιμάνδρας και της Φίλονόης, [[βασιλιάς]] της Λακεδαίμονος, τον οποίο η [[Αφροδίτη]] εκδικήθηκε προσδίδοντας στις κόρες του τις ιδιότητες της απιστίας και της επιπολαιότητας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] τραγωδίας του Σοφοκλέους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A Tyndareos, husband of Leda, Od.11.298, 24.199 (cf. Hdn.Gr.2.151), and E. in lyr. passages (El.117,989) acc. to codd. (prob. f.l.); Att. Τυνδάρεως, [ᾰ], εω, ὁ, A.Ag.83 (anap.), Th. 1.9, title of tragedy by S. (gen. -εω also in Hes.Fr.94.7, but -έου Fr. 96.21):—hence Patron. Τυνδᾰρίδης [ῐ], Dor. -δας, Pi.N. 10.73, etc.; pl. οἱ Τυνδαρίδαι, of Castor and Pollux, h.Hom.17.2, Hdt.4.145, etc. —Adj. Τυνδάρειος [ᾰ], α, ον, E.Hel.137, IT5; also ος, ον Id.Or.1512 (troch.), Ar.Th.919:—fem. Patron. Τυνδᾰρίς, ίδος, ἡ, παῖς E.Hel. 1546, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Τυνδάρεος: ὁ, ἀνὴρ τῆς Λήδας, Ὀδ. Λ. 299, Ω. 199, καὶ Εὐρ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις (Ἑλ. 117, 989)· - Ἀττικ. Τυνδάρεως, εω, ὁ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 83, Σοφ., κλπ.· - ὁ τύπος Τύνδαρος σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων, εἰ καὶ τὸ πατρωνυμικὸν Τυνδᾰρίδης [ῐ] φαίνεται ἐξ αὐτοῦ σχηματισθέν, Πινδ. Ν. 10. 138, κλπ.· πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι, ἐπὶ τοῦ Κάστορος καὶ Πολυδεύκους, Ὕμν. Ὁμ. 16. 2, Ἡρόδ. 4. 145, κλπ.- Ἐπίθ. Τυνδάρειος, α, ον, Εὐρ. Ἑλ. 137, Ι. Τ. 5· ὡσαύτως ος, ον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1512, Ἀριστοφ. Θεσμ. 919· - θηλ. πατρωνυμ. Τυνδαρίς, ίδος, ἡ, Εὐρ.· ὡσαύτως Τυνδ. παῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1546, κλπ. (Ἴδε ἐν λ. Τυδεύς).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Tyndare, père de Castor, de Pollux, d’Hélène et de Clytemnestre.
Étymologie: apparenté à Τυδεύς.
English (Autenrieth)
Tyndareüs, of Sparta, husband of Leda, and father of Clytaemnestra, Castor, and Pollux, Od. 24.199, Od. 11.298 ff.
Greek Monolingual
και αττ. τ. Τυνδάρεως, -εω, και -έου και -εος, ο, ΝΑ 1. μυθ.
γιος του Οιβάλλου και της Γοργοφόνης ή της Βάτειας, αδελφός του Ικαρίου, του Ιπποκόωντος, του Αφαρέως, του Λευκίππου και της Αρήνης, θνητός σύζυγος της Λήδας και πατέρας της Ελένης, της Κλυταιμνήστρας, τών Διοσκούρων, της Τιμάνδρας και της Φίλονόης, βασιλιάς της Λακεδαίμονος, τον οποίο η Αφροδίτη εκδικήθηκε προσδίδοντας στις κόρες του τις ιδιότητες της απιστίας και της επιπολαιότητας
2. τίτλος τραγωδίας του Σοφοκλέους.