τρυπητός: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6_19) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῡπητός''': -όν, τετρυπημένος, [[τρυπητός]], περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α. | |lstext='''τρῡπητός''': -όν, τετρυπημένος, [[τρυπητός]], περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυπητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρυπῶ]]<br />αυτός που έχει οπές, [[διάτρητος]], τρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τρυπητή</i><br />(ενν. [[κουτάλα]]) [[κουτάλα]] με τρύπες κατάλληλη για το [[σερβίρισμα]] διαφόρων εδεσμάτων<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρυπητό</i><br />α) διάτρητο μαγειρικό [[σκεύος]] κατάλληλο για την [[αποστράγγιση]] φαγητών, [[σουρωτήρι]]<br />β) [[διυλιστήρας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A pierced, Arist.Ath.69.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπητός: -όν, τετρυπημένος, τρυπητός, περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρυπητός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρυπῶ
αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή
(ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων
2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό
α) διάτρητο μαγειρικό σκεύος κατάλληλο για την αποστράγγιση φαγητών, σουρωτήρι
β) διυλιστήρας.