υποβιβασμός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(43)
(No difference)

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ υποβιβάζω
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση»)
2. (δημ. δίκ.) η κατά έναν βαθμό κάθοδος της βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου
3. μείωση της σημασίας ή της αξίας, υποβάθμιση («ο υποβιβασμός της δημόσιας ζωής»)
αρχ.
1. κένωση, κάθαρση του πεπτικού συστήματος
2. πέψη τών τροφών.