φελλόδρυς: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(6_22) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φελλόδρῡς''': -ῠος, ἡ, Ἀρκαδικόν τι ἀειθαλὲς [[δένδρον]] σκληρότερον τοῦ πρίνου, τὸ Δωρ. [[ἀρία]]. (νῦν ἐν Χαλκιδικῇ τῆς Μακεδονίας τὸ «ἄρ~ιο», Μ.) Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 3. 3, 3., 3. 16, 3. | |lstext='''φελλόδρῡς''': -ῠος, ἡ, Ἀρκαδικόν τι ἀειθαλὲς [[δένδρον]] σκληρότερον τοῦ πρίνου, τὸ Δωρ. [[ἀρία]]. (νῦν ἐν Χαλκιδικῇ τῆς Μακεδονίας τὸ «ἄρ~ιο», Μ.) Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 3. 3, 3., 3. 16, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υος, η, ΝΑ<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] είδους δρυός του οποίου η σύγχρονη επιστημονική [[ονομασία]] [[είναι]] Quercus suber, αλλ. [[φελλόδενδρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φελλός]] <span style="color: red;">+</span> [[δρῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ῠος, ἡ,
A holm-oak, Quercus Ilex var. agrifolia, Thphr. HP1.9.3, 3.3.3, 3.16.3.
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, eine Eichenart, die Korkeiche, soll arkadisch sein, dorisch ἀρία, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φελλόδρῡς: -ῠος, ἡ, Ἀρκαδικόν τι ἀειθαλὲς δένδρον σκληρότερον τοῦ πρίνου, τὸ Δωρ. ἀρία. (νῦν ἐν Χαλκιδικῇ τῆς Μακεδονίας τὸ «ἄρ~ιο», Μ.) Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 3. 3, 3., 3. 16, 3.
Greek Monolingual
-υος, η, ΝΑ
κοινή, σήμερα, ονομασία είδους δρυός του οποίου η σύγχρονη επιστημονική ονομασία είναι Quercus suber, αλλ. φελλόδενδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + δρῦς.