Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπομέλας: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_23)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπομέλᾱς''': -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι [[μέλας]], μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10
|lstext='''ὑπομέλᾱς''': -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι [[μέλας]], μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10
}}
{{grml
|mltxt=-αινα, -αν / [[ὑπομέλας]], -αινα, -αν, ΝΑ<br />[[μαυρειδερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[υπομέλας]] [[τόπος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[πυρήνας]] από χρωματιστά κύτταρα, [[ένας]] από [[κάθε]] [[πλευρά]] της 4ης κοιλίας στο άνω [[τμήμα]] της γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την [[νοραδρεναλίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέλας]] «[[μαύρος]]». Ως όρος της νεοελλ., η λ. αποτελεί [[απόδοση]] διεθνούς επιστημον. όρου, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>locus caeruleus</i>].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομέλᾱς Medium diacritics: ὑπομέλας Low diacritics: υπομέλας Capitals: ΥΠΟΜΕΛΑΣ
Transliteration A: hypomélas Transliteration B: hypomelas Transliteration C: ypomelas Beta Code: u(pome/las

English (LSJ)

μέλαινα, μέλᾰν,

   A blackish, Hp.Epid.1.26.β, Gal.16.714, Aret.SD1.15.

German (Pape)

[Seite 1225] -μέλαινα, -μέλαν, etwas schwarz, schwärzlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομέλᾱς: -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι μέλας, μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10

Greek Monolingual

-αινα, -αν / ὑπομέλας, -αινα, -αν, ΝΑ
μαυρειδερός
νεοελλ.
φρ. «υπομέλας τόπος»
ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά της 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα της γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μέλας «μαύρος». Ως όρος της νεοελλ., η λ. αποτελεί απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. locus caeruleus].