χθονόπλαστος: Difference between revisions
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
(6_17) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χθονόπλαστος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς γῆς πλασθείς, γήϊνος, «χθονοπλάστου· ἀπὸ τῆς γῆς πλασθέντος» Σουΐδ. | |lstext='''χθονόπλαστος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς γῆς πλασθείς, γήϊνος, «χθονοπλάστου· ἀπὸ τῆς γῆς πλασθέντος» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πλαστεί από τη γη, [[γήινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθών]], <i>χθονός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλαστός]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κηρό</i>-<i>πλαστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A formed of earth, Suid.
German (Pape)
[Seite 1355] von Erde gebildet, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χθονόπλαστος: -ον, ὁ ἐκ τῆς γῆς πλασθείς, γήϊνος, «χθονοπλάστου· ἀπὸ τῆς γῆς πλασθέντος» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πλαστεί από τη γη, γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -πλαστος (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. κηρό-πλαστος].