σφακελισμός: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_14) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφᾰκελισμός''': ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ [[σφάκελος]] ἡ [[ἄμετρος]] [[ὀδύνη]]· καὶ ἡ [[μετὰ]] σπασμοῦ καὶ ὀδύνης [[πρόεσις]]· καὶ ἡ τῶν ὀστέων [[σῆψις]]», ἴδε καὶ Σουΐδ. | |lstext='''σφᾰκελισμός''': ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ [[σφάκελος]] ἡ [[ἄμετρος]] [[ὀδύνη]]· καὶ ἡ [[μετὰ]] σπασμοῦ καὶ ὀδύνης [[πρόεσις]]· καὶ ἡ τῶν ὀστέων [[σῆψις]]», ἴδε καὶ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφακελίζω]]<br />[[σήψη]] τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την [[εξασθένηση]] και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με ίππους) [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγραινα]], [[νέκρωση]]<br /><b>2.</b> [[αναισθησία]] [[μερών]] του σώματος από [[ψύξη]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[λύπη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = sq.,
A ὀστέων Hp.Art. 33 (pl.); τοῦ ἐγκεφάλου Id.Morb.2.5, cf. Arist.PA672a33; of plants, rot, Thphr.HP4.14.2,4, 8.10.1; of the effect of cold on the foetus, Arist.Pr.860a19, cf. Erot.Fr.18. 2 = λύπη σφοδρά, Stoic.3.100. 3 epilepsy in horses, Hippiatr.108.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰκελισμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ σφάκελος ἡ ἄμετρος ὀδύνη· καὶ ἡ μετὰ σπασμοῦ καὶ ὀδύνης πρόεσις· καὶ ἡ τῶν ὀστέων σῆψις», ἴδε καὶ Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σφακελίζω
σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων
μσν.
(σχετικά με ίππους) επιληψία
αρχ.
1. γάγγραινα, νέκρωση
2. αναισθησία μερών του σώματος από ψύξη
3. μεγάλη λύπη.