τροχοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de roue <i>ou</i> de cercle, circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />en forme de roue <i>ou</i> de cercle, circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τροχού, [[κυκλικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] άρθρωσης [[κατά]] την οποία [[ένας]] [[άξονας]] περιστρέφεται [[μέσα]] σε έναν δακτύλιο ή [[ένας]] [[δακτύλιος]] κινείται [[γύρω]] από έναν άξονα, όπως [[είναι]] η κερκιδωλενική [[άρθρωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τροχοειδής]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθημ.</b> ειδική [[περίπτωση]] της κυκλοειδούς καμπύλης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τροχοειδῶς</i> Α<br />στο [[σχήμα]] του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχοειδής Medium diacritics: τροχοειδής Low diacritics: τροχοειδής Capitals: ΤΡΟΧΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trochoeidḗs Transliteration B: trochoeidēs Transliteration C: trochoeidis Beta Code: troxoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A round like a wheel, circular, λίμνη, of the lake of Delos, Thgn.7, Hdt.2.170; of the lake of Gennesaret, J.BJ3.10.7; πόλις τ., of Athens, Orac. ap. Hdt.7.140; of leaves, arranged in a whorl, Dsc.3.27. Adv. -δῶς in a whorl, ib.103.

Greek (Liddell-Scott)

τροχοειδής: -ές, περιφερὴς ὡς τροχός, κυκλικός, τρ. λίμνη, ἡ λίμνη τῆς Δήλου, Θέογν. 7, Ἡρόδ. 2. 170 (πρβλ. περιηγής), πόλις τρ., αἱ Ἀθῆναι, Ἡρόδοτ. 7. 140. - Ἐπίρρ. -δῶς, δίκην τροχοῦ, Διοσκ. 3. 117.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de roue ou de cercle, circulaire.
Étymologie: τροχός, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει σχήμα τροχού, κυκλικός
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός άρθρωσης κατά την οποία ένας άξονας περιστρέφεται μέσα σε έναν δακτύλιο ή ένας δακτύλιος κινείται γύρω από έναν άξονα, όπως είναι η κερκιδωλενική άρθρωση
2. φρ. «τροχοειδής καμπύλη»
μαθημ. ειδική περίπτωση της κυκλοειδούς καμπύλης.
επίρρ...
τροχοειδῶς Α
στο σχήμα του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ειδής].