φυσητήριον: Difference between revisions
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(6_6) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῡσητήριον''': Δωρ. φῡσᾱτ-, τό, [[ὄργανον]] μουσικὸν πνευστόν, [[αὐλός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1242. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυσαλλίδες, φυσητήρια, αὐλοί». | |lstext='''φῡσητήριον''': Δωρ. φῡσᾱτ-, τό, [[ὄργανον]] μουσικὸν πνευστόν, [[αὐλός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1242. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυσαλλίδες, φυσητήρια, αὐλοί». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. [[φυσατήριον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> πνευστό μουσικό όργανο<br /><b>2.</b> [[φυσαλλίδα]]<br /><b>3.</b> [[αναπνοή]]<br /><b>4.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]] με [[φυσερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυσῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. φυσᾱτ-, τό,
A wind-instrument, pipe, Ar.Lys.1242 (pl.); gloss on φυσαλλίδες, Hsch. II = spiramentum, Gloss. III a furnace with bellows, opp. αὐτοματάρειον, Olymp.Alch.p.91 B.
German (Pape)
[Seite 1317] τό, 1) Blasebalg, Fächer, um Feuer anzufachen. – 2) Blasinstrument, s. φυσατήριον. – 3) Luftloch, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσητήριον: Δωρ. φῡσᾱτ-, τό, ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, αὐλός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1242. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυσαλλίδες, φυσητήρια, αὐλοί».
Greek Monolingual
και δωρ. τ. φυσατήριον, τὸ, Α
1. πνευστό μουσικό όργανο
2. φυσαλλίδα
3. αναπνοή
4. κλίβανος, φούρνος με φυσερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. -τήριον].