χαμαιστρωσία: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(6_9) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιστρωσία''': ἡ, [[κοίτη]] ἣν ἡ γῆ ὑποστρώννυσι, δηλ. [[κοίτη]] ἐκ φύλλων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, [[στρῶμα]] κατὰ γῆς, «[[χαμαιστρωσία]] ἐκ φύλλων» Σχόλ. εἰς Σοφ Φιλ. 33 πρὸς ἑρμην. τοῦ στειπτῆ [[φυλλάς]], Κ Μανασσ. Χρον. 6492· [[ὡσαύτως]] χαμαιστρωτία, Χριστ. Πάσχων 1852. | |lstext='''χᾰμαιστρωσία''': ἡ, [[κοίτη]] ἣν ἡ γῆ ὑποστρώννυσι, δηλ. [[κοίτη]] ἐκ φύλλων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, [[στρῶμα]] κατὰ γῆς, «[[χαμαιστρωσία]] ἐκ φύλλων» Σχόλ. εἰς Σοφ Φιλ. 33 πρὸς ἑρμην. τοῦ στειπτῆ [[φυλλάς]], Κ Μανασσ. Χρον. 6492· [[ὡσαύτως]] χαμαιστρωτία, Χριστ. Πάσχων 1852. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[χαμαιστρωτία]], ἡ, Μ [[χαμαίστρωτος]]<br />[[στρώμα]] που βρίσκεται [[καταγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a bed on the ground, Sch.S.Ph.33.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιστρωσία: ἡ, κοίτη ἣν ἡ γῆ ὑποστρώννυσι, δηλ. κοίτη ἐκ φύλλων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρῶμα κατὰ γῆς, «χαμαιστρωσία ἐκ φύλλων» Σχόλ. εἰς Σοφ Φιλ. 33 πρὸς ἑρμην. τοῦ στειπτῆ φυλλάς, Κ Μανασσ. Χρον. 6492· ὡσαύτως χαμαιστρωτία, Χριστ. Πάσχων 1852.
Greek Monolingual
και χαμαιστρωτία, ἡ, Μ χαμαίστρωτος
στρώμα που βρίσκεται καταγής.