ὑπόκωφος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu sourd.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κωφός]].
|btext=ος, ον :<br />un peu sourd.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κωφός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόκωφος]], -ον, ΝΜΑ [[κωφός]]<br />(για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από [[βάθος]], [[βαθύς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[αμβλύς]] στην [[ακοή]] ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον [[γερόντιον]] ὑπόκωφον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παράλογος]], [[ασυνάρτητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπόκωφα</i> Ν<br />(για ήχο) [[κατά]] τρόπο υπόκωφο.
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόκωφος Medium diacritics: ὑπόκωφος Low diacritics: υπόκωφος Capitals: ΥΠΟΚΩΦΟΣ
Transliteration A: hypókōphos Transliteration B: hypokōphos Transliteration C: ypokofos Beta Code: u(po/kwfos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat deaf, rather deaf, Hp.Coac.172, Ar.Eq. 43, Pl.Prt.334d, R.488b.    II absurd, foolish, σφόδρα ὑπόκωφον προσπίπτειν ἔοικε (sc. the reading συναγείρεται in Il.15.680) Philem. Lex. ap. Porph.ad Il.p.287 S., cf. Phld.Rh.1.330 S.

German (Pape)

[Seite 1222] etwas stumpf, bes. taub; Ar. Equ. 43; Plat. Prot. 334 d; Arist. rhet. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκωφος: -ον, ὀλίγον τι κωφός, ἐπιεικῶς κωφός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 43, Πλάτ. Πρωτ. 334D, Πολ. 488Β. ΙΙ. ἡμίφωνος, Πορφυρ. Ὁμ. Ἐρωτ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu sourd.
Étymologie: ὑπό, κωφός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόκωφος, -ον, ΝΜΑ κωφός
(για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς
μσν.-αρχ.
ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
αρχ.
παράλογος, ασυνάρτητος.
επίρρ...
ὑπόκωφα Ν
(για ήχο) κατά τρόπο υπόκωφο.