χλίδωσις: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />ornementation.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδάω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />ornementation.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α<br />[[στολισμός]], [[καλλωπισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]] «[[είδος]] κοσμήματος», μέσω ενός ρ. <i>χλιδῶ</i>, -<i>όω</i>. Ο τ. πιθ. [[είναι]] εσφ. γρφ. [[αντί]] <i>χλίδωσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[χλίδων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ornamentation, f. l. for χλίδωσι (cf. χλίδων), Plu.2.145a.
German (Pape)
[Seite 1359] ἡ, = χλιδή, Schmuck, ἡμιόνων, kostbares Geschirr der Maulesel, Plut. praec. conj. g. E. (p. 427).
Greek (Liddell-Scott)
χλίδωσις: -εως, ἡ, κόσμησις, ἐν τῷ πληθ., «χλιδώσεσιν ἡμιόνων καὶ ἵππων περιδεραίοις» Πλούτ. 2. 145Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ornementation.
Étymologie: χλιδάω.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α
στολισμός, καλλωπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων «είδος κοσμήματος», μέσω ενός ρ. χλιδῶ, -όω. Ο τ. πιθ. είναι εσφ. γρφ. αντί χλίδωσι, δοτ. πληθ. της λ. χλίδων.