τρώκτης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(Autenrieth)
(42)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[deceiver]], [[knave]], Od. 14.289 and Od. 15.415.
|auten=[[deceiver]], [[knave]], Od. 14.289 and Od. 15.415.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[ανώμαλος]] τ. θηλ. [[τρωκτίς]], -[[ίδος]], Μ [[τρώγω]]<br />αυτός που ροκανίζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταχραστής]]<br /><b>2.</b> [[κερδοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τρώγλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ψάρι]] με κοφτερά δόντια, [[αμία]], γουφάρι<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[άπληστος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τον <b>Φώτ.</b> και τον <b>Ευστ.</b>) [[πανούργος]], [[απατεώνας]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρώκτης Medium diacritics: τρώκτης Low diacritics: τρώκτης Capitals: ΤΡΩΚΤΗΣ
Transliteration A: trṓktēs Transliteration B: trōktēs Transliteration C: troktis Beta Code: trw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (τρώγω)

   A gnawer, mibbler: but in Od.14.289, 15.416, Phoenician traffickers are called τρῶκται, greedy knaves; so τ. σφόδρ' ἐστίν Com.Adesp.606; and Gramm. explain τρώκτης by φάγος, φιλοκερδής, πανοῦργος, ἀπατεών, Hsch., Phot., Eust.1757.51; φιλοχρήματοι καὶ τ. Philostr.Her.Prooem.1.    2 as Adj., τρῶκται χεῖρες greedy hands, of a usurer, AP9.409 (Antiphan., dub. cj.).    II a sea-fish with sharp teeth, = ἀμία (q.v.), Ael.NA1.5.

Greek (Liddell-Scott)

τρώκτης: -ου, ὁ, (τρώγω) ὁ τρώγων, κατατρώγων, «φαγᾶς», ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ο. 415, Φοίνικες... ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί’ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ σημαίνει: πανοῦργοι, κερδαλέοι, ἀπατεῶνες, Φοίνιξ ἦλθεν ἀνήρ, ἀπατήλια εἰδώς, τρώκτης, «τρώκτην, ὅ ἐστι φάγον, φιλοκερδῆ, φιλάργυρον, ἐκ παντὸς ἐθέλοντα τρώγειν, ὅ ἐστι κερδαίνειν, κατὰ τοὺς παλαιοὺς δὲ ἀπατεῶνα, παραλογιστὴν» (Εὐστ.)· Ὀδ. Ξ. 288· τρ. σφόδρ’ ἐστίν Κωμ. Ἀνώνυμ. 236.· πρβλ. Φιλόστρ. 660. 2) ὡς ἐπίθ., τρῶκται χεῖρες, αἱ ἄπληστοι χεῖρες τοῦ τοκογλύφου, Ἀνθ. Π. 9. 409. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθὺς ἔχων ὀξεῖς ὀδόντας, ὁ λεγόμενος ἀμία νῦν «γουφάρι» (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 76), Αἰλ. π. Ζ. 1. 5, Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 554. ΙΙΙ. = τρὼξ Ι, Ἱερακοσόφ. (Ἐκ τοῦ τρώκτης παρήχθη τὸ Λατ. tructus, tructa, Ἰταλ. truta, Γαλλ. truit, Ἀγγλ. trout). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 228.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui mange, qui croque, particul. des fruits crus (noix, amandes, etc.) ; en parl. de pers. avide, vorace, rapace;
2 autre nom du poisson de mer ἀμία.
Étymologie: τρώγω.

English (Autenrieth)

deceiver, knave, Od. 14.289 and Od. 15.415.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, -ίδος, Μ τρώγω
αυτός που ροκανίζει κάτι
νεοελλ.
1. καταχραστής
2. κερδοσκόπος
μσν.
τρώγλη
αρχ.
1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία, γουφάρι
2. ως επίθ. άπληστος
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και τον Ευστ.) πανούργος, απατεώνας.