ταμιεία: Difference between revisions
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habitudes d’économie, administration bien ordonnée;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> questure.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habitudes d’économie, administration bien ordonnée;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> questure.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ταμεία]], ἡ, Α [[ταμιεύω]]<br /><b>1.</b> [[διοίκηση]], [[διαχείριση]], [[επιμέλεια]] («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[αξίωμα]] ή το [[έργο]] του [[ταμία]] («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ [[ταμιείας]] ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», <b>Στράβ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A stewardship, management, Pl.Lg.806a, X.Oec.7.41, IPE12.32B64 (Olbia, iii B.C.), IG22.1326.37; ἡ τῆς τροφῆς τ. the storing of food, by ants, Arist.HA622b26; τ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Hp.Nat.Puer.26. II office of treasurer, Arist.Pol.1309b7. 2 = Lat. quaestura, Str.4.1.12, Plu.Cat.Mi.17. III ταμιείᾳ (corr. Daremberg for ταμιεῖαν) is dat. of ταμίας, housekeeper, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.6; so ταμιείᾳ πολιτικῶν λημμάτων is written (hypercorrectly) for ταμίᾳ π. λ. in BGU934 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1066] ἡ, das Amt, Geschäft des ταμίας, Haushaltung, Verwaltung empfangener Vorräthe, Vertheilung u. Ausgabe; Plat. Legg. VII, 806 a; Xen. Oec. 7, 41. – In Rom quaestura, Plut. Gat. min. 17.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰμιεία: ἡ, (ταμιεύω) τὸ ἔργον τοῦ ταμείου, διαχείρισις, διεύθυνσις, οἰκονομία, Πλάτ. Νόμ. 806Α, Ξεν. Οἰκ. 7. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 65· ἡ τῆς τροφῆς τ., ἡ ἀποταμίευσις τροφῆς ὑπὸ τῶν μυρμήκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ ταμίου, ὡς πολιτικὸς ὅρος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9, 3. 2) ἐν Ρώμῃ τὸ ὑπούργημα τοῦ ταμίου, Λατ. quaestura, Πλουτ. Κάτων. Νεώτ. 17. 18, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 habitudes d’économie, administration bien ordonnée;
2 à Rome questure.
Étymologie: ταμιεύω.
Greek Monolingual
και ταμεία, ἡ, Α ταμιεύω
1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.)
2. το αξίωμα ή το έργο του ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.).