τεττιγόνιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6_22) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεττῑγόνιον''': τό, μικρότερον [[εἶδος]] τέττιγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 13, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 887. | |lstext='''τεττῑγόνιον''': τό, μικρότερον [[εἶδος]] τέττιγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 13, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 887. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] μικρού τέττιγος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέττιξ]], -<i>ιγος</i> «[[τζιτζίκι]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>όνιον</i> [[κατά]] τα [[ἀηδόνιον]], [[χελιδόνιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A a small and voiceless kind of τέττιξ, a leaf-hopper or cicadelle, Arist.HA532b17; fem. pl. tettigoniae, Plin.HN11.92; prob. everywhere f.l. for τιτιγόνιον (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
τεττῑγόνιον: τό, μικρότερον εἶδος τέττιγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 13, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 887.
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος μικρού τέττιγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, -ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. -όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον.