σύνθηρος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui chasse avec, τινι ; <i>subst.</i> (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θήρα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui chasse avec, τινι ; <i>subst.</i> (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θήρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνθηρευτής]] (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», <b>Ξεν.</b><br />β. «σύνθηροι κύνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σύνθηρος]]<br />ο [[σύντροφος]] στο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]]«[[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>θηρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hunting with, τῷ Κύρῳ X.Cyr.3.1.7; σ. κύνες hunting with (Artemis), AP9.303 (Adaeus): as Subst., σ. Ἀρτέμιδος her fellowhuntress, Apollod.3.8.2: c. gen. object., joining in quest of, τῶν ἀγαθῶν φίλων X.Mem.2.6.35.
German (Pape)
[Seite 1025] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθηρος: -ον, (θήρα) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, συγκυνηγός, Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ ὁμοῦ θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, σύντροφος ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., ὁ ὁμοῦ μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, σύνθηρος τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chasse avec, τινι ; subst. (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.
Étymologie: σύν, θήρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν.
β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθηρος
ο σύντροφος στο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -θηρος (< θήρ, θηρός«θηρίο»), πρβλ. ἔν-θηρος].