τανύπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu ; aux longues tresses, aux longues nattes ; aux longs plis.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλέκω]].
|btext=ος, ον :<br />tendu ; aux longues tresses, aux longues nattes ; aux longs plis.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλέκω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από [[μακριά]] πλέγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> [[πλεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>πλεκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπλεκτος Medium diacritics: τανύπλεκτος Low diacritics: τανύπλεκτος Capitals: ΤΑΝΥΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: tanýplektos Transliteration B: tanyplektos Transliteration C: tanyplektos Beta Code: tanu/plektos

English (LSJ)

ον,

   A in long plaits, μίτραι AP7.473 (Aristodic.); ἕρκος Opp.H.1.33.

German (Pape)

[Seite 1067] lang geflochten; τανυπλέκτων ἀπὸ μιτρᾶν ἐκρεμάσαντο, Aristodie. 1 (VII, 473); ἕρκος, Opp. Hal. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλεκτος: [ῠ], -ον, ἐκ μακρῶν πλεγμάτων ἀποτελούμενος, μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 473· ἕρκος Ὀππ. Ἁλ. 1. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu ; aux longues tresses, aux longues nattes ; aux longs plis.
Étymologie: τανύω, πλέκω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από μακριά πλέγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. εὔ-πλεκτος].