ὑπομείων: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />de condition inférieure;<br /><i>subst.</i> [[οἱ]] ὑπομείονες;<br /><b>1</b> les citoyens de la dernière classe, à Sparte;<br /><b>2</b> officiers subalternes, sous-officiers.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μείων]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />de condition inférieure;<br /><i>subst.</i> [[οἱ]] ὑπομείονες;<br /><b>1</b> les citoyens de la dernière classe, à Sparte;<br /><b>2</b> officiers subalternes, sous-officiers.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μείων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εῑον, Α<br /><b>1.</b> [[κάπως]] [[μικρότερος]] ή λιγότερος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑπομείονες</i>·(στη [[Σπάρτη]]) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, [[αλλά]] δεν είχαν λάβει την καθιερωμένη [[αγωγή]] και δεν μετείχαν στα κοινά συσσίτια, [[επειδή]] αδυνατούσαν να καταβάλουν τη νόμιμη [[φορολογία]]<br />β) κατώτεροι αξιωματούχοι, υφιστάμενοι άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μείων]] «[[μικρότερος]], λιγότερος»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A inferior:—ὑπομείονες, among the Spartans, were citizens of inferior right, opp. ὅμοιοι, X.HG3.3.6; in an army, οἱ ὑ. the subaltern officers, D.C.38.35.
German (Pape)
[Seite 1225] gen. ονος, etwas weniger od. geringer. – Bei den Spartanern waren die ὑπομείονες eine untergeordnete Klasse von Staatsbürgern, Xen. Hell. 3, 3,6, neben εἵλωτες u. νεοδαμώδεις genannt, im Ggstz zu den ὅμοιοι. – Bei Kriegsheeren die untern Angestellten, die Subalternen, D. Cass. 42, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομείων: -ον, γεν. -ονος, ὀλίγον τι μείων· - ὑπομείονες παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις ἦσαν πολῑται δευτέρας τάξεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ὁμοίους, 3. 3, 6, πρβλ. Müller Dor. 3. 5, 7· ἐν στρατεύματι, οἱ ὑπ. = ὑπαξιωματικοί, οἱ ὑπὸ ἑτέρους ἢ κατώτεροι ἀξιωματικοί, Δίων Κάσσ. 38. 35.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
de condition inférieure;
subst. οἱ ὑπομείονες;
1 les citoyens de la dernière classe, à Sparte;
2 officiers subalternes, sous-officiers.
Étymologie: ὑπό, μείων.
Greek Monolingual
-εῑον, Α
1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την καθιερωμένη αγωγή και δεν μετείχαν στα κοινά συσσίτια, επειδή αδυνατούσαν να καταβάλουν τη νόμιμη φορολογία
β) κατώτεροι αξιωματούχοι, υφιστάμενοι άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μείων «μικρότερος, λιγότερος»].