σφοδρύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=rendre violent <i>ou</i> impétueux;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> devenir violent <i>ou</i> fort;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire le fort, se prévaloir de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σφοδρός]].
|btext=rendre violent <i>ou</i> impétueux;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> devenir violent <i>ou</i> fort;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire le fort, se prévaloir de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σφοδρός]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[σφοδρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σφοδρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>σφοδρύνομαι</i><br />([[κυρίως]] για νόσο) επιδεινώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[κυρίως]] για άνεμο) [[γίνομαι]] [[σφοδρός]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[γίνομαι]] [[θρασύς]], [[αποκτώ]] [[έπαρση]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρύνω Medium diacritics: σφοδρύνω Low diacritics: σφοδρύνω Capitals: ΣΦΟΔΡΥΝΩ
Transliteration A: sphodrýnō Transliteration B: sphodrynō Transliteration C: sfodryno Beta Code: sfodru/nw

English (LSJ)

   A make vehement, intensify, Ph.1.355, Porph.in Harm.p.238W.:—Pass., to be or become so, σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι thou puttest overweening trust in . ., A.Pr.1011; ποιότητες σφοδρυνόμεναι, opp. μαραινόμεναι, Plu.2.732c; νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563, cf. 17(1).207; πόνος (pain) σφοδρυνόμενος Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.    II intr. in Act . . ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.Pr.1.73.

German (Pape)

[Seite 1051] heftig, hitzig machen, pass. σφοδρύνομαι, heftig, ungestüm sein, werden, Aesch. Prom. 1013, τινί, worauf trotzen, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρύνω: καθιστῶ σφοδρὸν ἢ ὁρμητικόν, Φίλων 1. 355, Πορφύρ. εἰς Πτολεμ. Ἁρμ. ― Παθ., θρασύνομαι, ἐπαίρομαι, σφοδρύνει γ’ ἀσθενεῖ σοφίσματι Αἰσχύλ. Πρ. 1011· γίνομαι, καθίσταμαι σφοδρός, ποιότητες σφοδρυνόμεναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μαραινόμεναι, Πλούτ. 2. 732C· ― ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Πολυδ. Δ΄, 25. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 73.

French (Bailly abrégé)

rendre violent ou impétueux;
Pass. 1 devenir violent ou fort;
2 fig. faire le fort, se prévaloir de, τινι.
Étymologie: σφοδρός.

Greek Monolingual

ΜΑ σφοδρός
1. καθιστώ κάτι σφοδρό, έντονο, ορμητικό
2. μέσ. σφοδρύνομαι
(κυρίως για νόσο) επιδεινώνομαι
αρχ.
1. (αμτβ.) (κυρίως για άνεμο) γίνομαι σφοδρός, ισχυρός
2. μέσ. γίνομαι θρασύς, αποκτώ έπαρση.