σφετερίζω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao.</i> ἐσφετέρισα;<br /><i>Pass. seul. part. pf.</i> ἐσφετερισμένος;<br /><i>d’ord. au Moy.</i> [[σφετερίζομαι]].
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao.</i> ἐσφετέρισα;<br /><i>Pass. seul. part. pf.</i> ἐσφετερισμένος;<br /><i>d’ord. au Moy.</i> [[σφετερίζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(το νεοελλ. [[πάντα]] μέσ., ενώ το μσν. και το αρχ. ενεργ. και μέσ.) [[οικειοποιούμαι]] [[ξένο]] [[πράγμα]] [[παράνομα]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[ξένο]] δικό μου<br /><b>μσν.</b><br /><i>σφετερίζομαι</i><br />[[μεταβιβάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφέτερος]](<b>βλ. λ.</b> [[σφεῖς]]). Το ρ. χρησιμοποιείται «επί κακῷ» με σημ. «[[οικειοποιούμαι]] [[ξένα]] πράγματα [[παράνομα]]»].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετερίζω Medium diacritics: σφετερίζω Low diacritics: σφετερίζω Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΖΩ
Transliteration A: spheterízō Transliteration B: spheterizō Transliteration C: sfeterizo Beta Code: sfeteri/zw

English (LSJ)

   A make one's own, appropriate, usurp, ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Pl.Lg.843d; τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν ib.715a; τὸν χόρτον -ίσαντες PGen.49.15 (iv A.D.):—Pass., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς App.Hann.45.    II more freq. in Med. σφετερίζομαι, σφετεριξάμενοι (Dor. aor.) πατραδέλφειαν A.Supp.38 (anap.), cf. X.HG5.1.36, D.32.2; σ. τι τῶν ἀλλοτρίων Arist.Pr.952a29; τι τῶν πέλας Plb.2.19.4; χρήματα SIG833.7 (Epist. Hadriani); ὄνομα Gal.6.543; ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενος Luc.Cal.8: pf. Pass. in same sense, D.H.10.32; plpf. ἐσφετέριστο D.C.50.1: also c. gen., -ομένους τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.174 S.; τῶν κτημάτων -ονται BGU 195.17 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σφετερίζω: μέλλ. -σω ἢ -ξω (ἴδε κατωτ.) - ἰδιοποιοῦμαί τι μὴ ἀνῆκον εἰς ἐμέ, οἰκειοποιοῦμαι (δι’ ἀθεμίτων μέσων), ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Πλάτ. Νόμ. 843D· τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν αὐτόθι 715Α. - Παθ., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς Ἀππ. Ἁνν. 45. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., σφετερίζομαι, σφετεριξάμενον πατραδέλφειαν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36, Δημ. 882. 12 σφ. τι ἀλλοτρίων Ἀριστ. Προβλ. 29. 14· τι τῶν πέλας Πολύβ. 2. 19, 4· ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετερισάμενος Λουκ. π. Διαβολ. 8 παθητ. πρκμ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Διον. Ἁλ. 10. 32, πρβλ. Δίωνα Κ. 50.1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 459-470.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao. ἐσφετέρισα;
Pass. seul. part. pf. ἐσφετερισμένος;
d’ord. au Moy. σφετερίζομαι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(το νεοελλ. πάντα μέσ., ενώ το μσν. και το αρχ. ενεργ. και μέσ.) οικειοποιούμαι ξένο πράγμα παράνομα, κάνω κάτι ξένο δικό μου
μσν.
σφετερίζομαι
μεταβιβάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφέτερος(βλ. λ. σφεῖς). Το ρ. χρησιμοποιείται «επί κακῷ» με σημ. «οικειοποιούμαι ξένα πράγματα παράνομα»].