ὑπεξανίσταμαι: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ὑπεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever pour faire place à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐξανίσταμαι. | |btext=<i>f.</i> ὑπεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever pour faire place à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐξανίσταμαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> εξεγείρομαι, [[εξορμώ]] («[[Πύρρος]] δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) σηκώνομαι ή [[παραμερίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον σε [[ένδειξη]] σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. 2 -ανέστην,
A arise, διαβολὴ ὑ. Plu.Cam. 22, cf. Luc.Merc.Cond.39; ὑ. τινί rise as a mark of respect for... Id.Demon.63, Plu.Lyc.20, etc.
German (Pape)
[Seite 1187] (s. ἵστημι), = ὑπανίσταμαι, παριόντι Luc. Demon. 63.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξανίσταμαι: ὑπανίσταμαι, Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· πρός τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ κάμνω τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπεξαναστήσομαι, ao.2 ὑπεξανέστην, etc.
se lever pour faire place à, τινι.
Étymologie: ὑπό, ἐξανίσταμαι.
Greek Monolingual
Α ἐξανίσταμαι
1. εξεγείρομαι, εξορμώ («Πύρρος δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», Πλούτ.)
2. (με δοτ.) σηκώνομαι ή παραμερίζω μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», Πλούτ.).