τεκοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_16)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεκοκτόνος''': -ον, = [[τεκνοκτόνος]], Ὀρφ. Λιθ. 10. 9, περὶ τῆς Μηδείας, ἴδε Animadvertib Lobeck. εἰς Φρύν. σ. 678.
|lstext='''τεκοκτόνος''': -ον, = [[τεκνοκτόνος]], Ὀρφ. Λιθ. 10. 9, περὶ τῆς Μηδείας, ἴδε Animadvertib Lobeck. εἰς Φρύν. σ. 678.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[τεκνοκτόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέκος]] «[[παιδί]], [[τέκνο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκοκτόνος Medium diacritics: τεκοκτόνος Low diacritics: τεκοκτόνος Capitals: ΤΕΚΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tekoktónos Transliteration B: tekoktonos Transliteration C: tekoktonos Beta Code: tekokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A = τεκνοκτόνος, v. τεκεκτόνος.

German (Pape)

[Seite 1083] = τεκνοκτόνος, richtigere Lesart als τεκεκτόνος, Orph. Lith. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τεκοκτόνος: -ον, = τεκνοκτόνος, Ὀρφ. Λιθ. 10. 9, περὶ τῆς Μηδείας, ἴδε Animadvertib Lobeck. εἰς Φρύν. σ. 678.

Greek Monolingual

-ον, Α
τεκνοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκος «παιδί, τέκνο» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.