τραγῳδικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />tragique.<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδός]].
|btext=ή, όν :<br />tragique.<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην [[τραγωδία]] ή στον τραγωδό<br /><b>2.</b> [[τραγικός]] («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — [[δοκιμάζω]] τραγική [[οδύνη]] (<b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τραγωδικῶς</i> Μ<br />με τραγῳδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραγῳδός]]. Αντί του τ. [[τραγῳδικός]] χρησιμοποιείται [[συνήθως]] ο τ. [[τραγικός]]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδικός Medium diacritics: τραγῳδικός Low diacritics: τραγωδικός Capitals: ΤΡΑΓΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: tragōidikós Transliteration B: tragōdikos Transliteration C: tragodikos Beta Code: tragw|diko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A befitting a tragic poet or tragedy, τραγῳδικὸν βλέπει Ar.Pl.424: generally, like τραγικός, τ. χοροί Id.Th.391 (as cited by Sch.Pl.Thg. 127c); τ. θρόνος Ar.Ra.769; τ. τέχνη ib. 1495 (lyr.); ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Id.Ach.9. Adv. -κῶς Eust.632.37.

German (Pape)

[Seite 1133] ή, όν, dem tragischen Dichter, der Tragödie gehörig, gemäß, übh. = dem gew. τραγικός; τέχνη, Ar. Ran. 1491; τραγῳδικὸν βλέπειν, Plut. 424.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τραγικὸν ποιητὴν ἢ εἰς τραγῳδίαν, τραγῳδικὸν βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· καθόλου, ὡς τὸ τραγικός, τρ. χοροὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 886· τρ. θρόνος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 769· τρ. τέχνη αὐτόθι 1495· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, ὑπέμεινα τραγικὴν ὀδύνην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 632. 37.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tragique.
Étymologie: τραγῳδός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό
2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.)
3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.).
επίρρ...
τραγωδικῶς Μ
με τραγῳδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός. Αντί του τ. τραγῳδικός χρησιμοποιείται συνήθως ο τ. τραγικός].