Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τροφώδης: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(6_7)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροφώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων θρεπτικὴν οὐσίαν ἢ φύσιν, θρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 6, Ξενοκρ. Περὶ τῆς ἀπὸ τῶν ἐνύδρ. τροφ. 135· τρ. τῆς σαρκὸς Ἀριστ. Προβλ. 10. 22. ΙΙ. = [[τροφιώδης]]· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[σῦφαρ]], = «τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος τροφῶδες».
|lstext='''τροφώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων θρεπτικὴν οὐσίαν ἢ φύσιν, θρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 6, Ξενοκρ. Περὶ τῆς ἀπὸ τῶν ἐνύδρ. τροφ. 135· τρ. τῆς σαρκὸς Ἀριστ. Προβλ. 10. 22. ΙΙ. = [[τροφιώδης]]· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[σῦφαρ]], = «τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος τροφῶδες».
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[τροφή]]<br /><b>1.</b> [[θρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[πυκνός]], [[συμπαγής]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφώδης Medium diacritics: τροφώδης Low diacritics: τροφώδης Capitals: ΤΡΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: trophṓdēs Transliteration B: trophōdēs Transliteration C: trofodis Beta Code: trofw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A nutritious, Arist.Pr.871b19, Xenocr. ap. Orib.2.58.40,50; τ. τῆς σαρκός Arist.Pr.893a29.    II = τροφιώδης; Hsch. explains σῦφαρ by τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος τ.

Greek (Liddell-Scott)

τροφώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων θρεπτικὴν οὐσίαν ἢ φύσιν, θρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 6, Ξενοκρ. Περὶ τῆς ἀπὸ τῶν ἐνύδρ. τροφ. 135· τρ. τῆς σαρκὸς Ἀριστ. Προβλ. 10. 22. ΙΙ. = τροφιώδης· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει σῦφαρ, = «τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος τροφῶδες».

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τροφή
1. θρεπτικός
2. πυκνός, συμπαγής.