ὑδέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(6_3)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδέω''': [ῠ], ([[ὕδης]]) ὑμνῶ, [[ἐγκωμιάζω]]· πρῶτον εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξ. 17. 528, Καλλ. Ἀποσπ. 477· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] [[ὑδείω]], Καλλ. εἰς Δία 76. ― Παθ., καὶ τὰ μὲν ὣς ὑδέονται, «ἀντὶ τοῦ ᾄδονται καὶ λέγονται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 528., Δ. 264, Ἄρατ. 257· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. μνημονεύεται καὶ ὁ [[τύπος]] ὕδειν (ἐξ ὁριστικῆς ὕδω) ἔκ τινος ποιητοῦ.
|lstext='''ὑδέω''': [ῠ], ([[ὕδης]]) ὑμνῶ, [[ἐγκωμιάζω]]· πρῶτον εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξ. 17. 528, Καλλ. Ἀποσπ. 477· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] [[ὑδείω]], Καλλ. εἰς Δία 76. ― Παθ., καὶ τὰ μὲν ὣς ὑδέονται, «ἀντὶ τοῦ ᾄδονται καὶ λέγονται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 528., Δ. 264, Ἄρατ. 257· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. μνημονεύεται καὶ ὁ [[τύπος]] ὕδειν (ἐξ ὁριστικῆς ὕδω) ἔκ τινος ποιητοῦ.
}}
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[ὑδείω]] και δ. τ. ὕδω Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ονομαστό, [[υμνώ]], [[εγκωμιάζω]] («[[αὐτίκα]] χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν<br />τρέχειν, λέγειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὑδέω]] και οι παρλλ. ονοματικοί τ. <i>ὕδη</i>, [[ὕδης]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wed</i>- / <i>a</i>-<i>wed</i>- «[[μιλώ]], [[τραγουδώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀείδω]], [[αὐδή]], αρχ. ινδ. <i>udita</i>-, μτχ. του <i>vadati</i> «[[μιλώ]]»). Βλ. λ. <i>ἄδω</i>, [[αὐδή]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδέω Medium diacritics: ὑδέω Low diacritics: υδέω Capitals: ΥΔΕΩ
Transliteration A: hydéō Transliteration B: hydeō Transliteration C: ydeo Beta Code: u(de/w

English (LSJ)

[ῠ], (ὕδης)

   A call, name, Call.Fr.anon.62, Nic.Al.47,525; Ep. also ὑδείω, Call.Jov.76:—Pass., to be told of, to be called so and so, Arat.257, A.R.2.528, 4.264:—Suid. and Et.Gud.539.56 also quote the form ὕδειν (from ὕδω), and Theognost.Can.19 has ὕδειν· τρέχειν, λέγειν:—ὑδεῖν should perh. be restored for ἰδεῖν in E.Hyps. iii 15, where it would mean tell of, celebrate; [ὑ]δέοντος is suggested in PLit.Lond.60.9 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 1172] poet. Nebenform von ὕδω, besingen, preisen, übh. nennen, Nic. Al. 47. 525; dah. pass. heißen, Ap. Rh. 2, 528 u. einzeln bei a. sp. D. S. ὑδείω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδέω: [ῠ], (ὕδης) ὑμνῶ, ἐγκωμιάζω· πρῶτον εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξ. 17. 528, Καλλ. Ἀποσπ. 477· Ἐπικ. ὡσαύτως ὑδείω, Καλλ. εἰς Δία 76. ― Παθ., καὶ τὰ μὲν ὣς ὑδέονται, «ἀντὶ τοῦ ᾄδονται καὶ λέγονται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 528., Δ. 264, Ἄρατ. 257· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. μνημονεύεται καὶ ὁ τύπος ὕδειν (ἐξ ὁριστικῆς ὕδω) ἔκ τινος ποιητοῦ.

Greek Monolingual

και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α
1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζωαὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.)
2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν
τρέχειν, λέγειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα ud- της ΙΕ ρίζας wed- / a-wed- «μιλώ, τραγουδώ» (πρβλ. ἀείδω, αὐδή, αρχ. ινδ. udita-, μτχ. του vadati «μιλώ»). Βλ. λ. ἄδω, αὐδή.