ὑπόλημμα: Difference between revisions

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l’on conçoit, pensée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολαμβάνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l’on conçoit, pensée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήμματος, το / [[ὑπόλημμα]], ΝΑ [[ὑπολαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη [[λεξικογραφία]]) δευτερεύον [[λήμμα]], που υπάγεται στο κύριο [[λήμμα]], στον κύριο τύπο μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συλλαμβάνεται στην [[κοιλιά]] ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, [[κύημα]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλημμα Medium diacritics: ὑπόλημμα Low diacritics: υπόλημμα Capitals: ΥΠΟΛΗΜΜΑ
Transliteration A: hypólēmma Transliteration B: hypolēmma Transliteration C: ypolimma Beta Code: u(po/lhmma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A supposition, Pl.Def.413b.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, das Aufgenommene; – die Empfängniß; – die Meinung, Plat. detin. 413 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλημμα: τό, τὸ ὑποληφθέν, δηλ. συλληφθέν, εἴτε ἐν διανοίᾳ εἴτε ἐν γαστρί, Πλάτ. Ὅροι 413Β, Πλούτ. 2. 164F.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce que l’on conçoit, pensée.
Étymologie: ὑπολαμβάνω.

Greek Monolingual

-ήμματος, το / ὑπόλημμα, ΝΑ ὑπολαμβάνω
νεοελλ.
(στη λεξικογραφία) δευτερεύον λήμμα, που υπάγεται στο κύριο λήμμα, στον κύριο τύπο μιας λέξης
αρχ.
αυτό που συλλαμβάνεται στην κοιλιά ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, κύημα.