ὑποσείω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> secouer <i>ou</i> ébranler par-dessous;<br /><b>2</b> agiter sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σείω]].
|btext=<b>1</b> secouer <i>ou</i> ébranler par-dessous;<br /><b>2</b> agiter sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σείω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑποσείω]] ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α [[σείω]]<br /><b>1.</b> [[σείω]] από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοσκινίζω]] («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] σε κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσείω Medium diacritics: ὑποσείω Low diacritics: υποσείω Capitals: ΥΠΟΣΕΙΩ
Transliteration A: hyposeíō Transliteration B: hyposeiō Transliteration C: yposeio Beta Code: u(posei/w

English (LSJ)

Ep. ὑποσσ-,

   A rotate, spin round, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, of a stake, compared to an auger, Od.9.385; τὰ ὑποσείοντα κεφαλάς (vv. ll. -ήν, -ῆς), perh. a form of paralysis agitans, Hp.Coac.159.    2 sift out, v. ὑποσήθω.    II hold out or throw to, ἄρτους Ael.NA7.13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείω: Ἐπικ. ὑποσσ-, σείω ἢ κινῶ ὑποκάτω, οἱ δέ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, ἐπὶ τοῦ ἱμάντος, δι’ οὗ περιστρέφεται τὸ τρύπανον, Ὀδ. Ι. 385· οἶνος ὑπ. τὴν κεφαλὴν Ρήτορ. (Walz) τ. 1, σ. 430. 2) κοσκινίζω, ὑποσείσας τὸ λεπτότερον ἄλευρον Γαλην. τ. 6, σ. 481, 15. ΙΙ. προτείνωῥίπτω πρός τινα, ἄρτους Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 13.

French (Bailly abrégé)

1 secouer ou ébranler par-dessous;
2 agiter sous.
Étymologie: ὑπό, σείω.

Greek Monolingual

ὑποσείω ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α σείω
1. σείω από κάτω
2. σείω, κουνώ κάτι ελαφρά
αρχ.
1. κοσκινίζω («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον ἄλευρον», Γαλ.)
2. προτείνω ή ρίχνω κάτι σε κάποιον.