ὑπονόστησις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se perdre sous terre <i>en parl. de l’eau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπονοστέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se perdre sous terre <i>en parl. de l’eau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπονοστέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[ὑπονοστῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτώση]] σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη [[στάθμη]], [[καθίζηση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[πτώση]] σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῡ θερμοῡ ὑπονόστησιν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑπονόστησις]] ἀέρος εἰς γῆν» — ο [[σεισμός]] <b>(Αναξαγ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονόστησις Medium diacritics: ὑπονόστησις Low diacritics: υπονόστησις Capitals: ΥΠΟΝΟΣΤΗΣΙΣ
Transliteration A: hyponóstēsis Transliteration B: hyponostēsis Transliteration C: yponostisis Beta Code: u(pono/sthsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A retirement, sinking, subsiding, θαλάσσης Plu. Ant.3; of the Nile, Hld.9.22 (pl.); ὑ. ἀέρος εἰς γῆν, as a definition of an earthquake, Anaxag. ap. D.L.2.9; τοῦ θερμοῦ Gal.1.689: metaph., ἀλαζονείας Ph.Fr.102 H.

German (Pape)

[Seite 1227] ἡ, Rückkehr, – das Heruntergehen, Sinken, Plut. Ant. 3; καὶ αὐξήσεις, vom Nil, Mel. 9, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονόστησις: -εως, ἡ, ὑποστροφή, ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλουτ. Ἀντών. 3· ὑπον. ἀέρος εἰς γῆν, ὡς ὁρισμὸς τοῦ σεισμοῦ, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν Γαλην. τ. 19, σ. 344. 12.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se perdre sous terre en parl. de l’eau.
Étymologie: ὑπονοστέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α ὑπονοστῶ
1. πτώση σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη στάθμη, καθίζηση
2. ιατρ. πτώση σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῡ θερμοῡ ὑπονόστησιν», Γαλ.)
3. φρ. «ὑπονόστησις ἀέρος εἰς γῆν» — ο σεισμός (Αναξαγ.).