υφηγητής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(44)
(No difference)

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο / ὑφηγητής, ΝΑ, θηλ. υφηγήτρια Ν ὑφηγοῡμαι
νεοελλ.
(παλαιότερα)
1. μέλος του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημίων ή ισότιμων ανώτατων σχολών που δίδασκε υπό την επίβλεψη του τακτικού καθηγητή της έδρας·2. μέλος του διδακτικού προσωπικού ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το παραπάνω λειτούργημα
αρχ.
1. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, οδηγός
2. αυτός που καθοδηγεί, συμβουλεύει
3. διδάσκαλος.