φαλάκρα: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6_11) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰλάκρα''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[φαλακρότης]], Φαλάκρας [[ἐγκώμιον]], [[πραγματεία]] τις τοῦ Συνεσίου (72Α) [[οὕτως]] ἐπιγραφομένη. ΙΙ. [[ἄδενδρος]] γυμνὴ [[ἄκρα]] ὄρους «Φαλάκραι, [[ἄκρα]] τῆς Ἴδης, ἥτις οὐκ ἔχει ζῶν φυτὸν διὰ τὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον, ἀλλ’ ἐψίλωται· καὶ πάντα δὲ τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγοντο φαλάκραι» Στέφ. Βυζ. | |lstext='''φᾰλάκρα''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[φαλακρότης]], Φαλάκρας [[ἐγκώμιον]], [[πραγματεία]] τις τοῦ Συνεσίου (72Α) [[οὕτως]] ἐπιγραφομένη. ΙΙ. [[ἄδενδρος]] γυμνὴ [[ἄκρα]] ὄρους «Φαλάκραι, [[ἄκρα]] τῆς Ἴδης, ἥτις οὐκ ἔχει ζῶν φυτὸν διὰ τὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον, ἀλλ’ ἐψίλωται· καὶ πάντα δὲ τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγοντο φαλάκραι» Στέφ. Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φαράκλα]] Ν<br />η μερική ή ολική [[έλλειψη]] μαλλιών της κεφαλής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> το [[γυμνό]] από [[τρίχες]] [[μέρος]] του κρανίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />άδενδρη, γυμνή [[άκρη]] όρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Φαλάκρας [[ἐγκώμιον]]» — [[τίτλος]] πραγματείας του Συνεσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φαλακρά</i>, θηλ. του επιθ. [[φαλακρός]], με αναβιβασμό του τόνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bald bare hill, St.Byz.:—hence freq. as a placename.
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, die Kahlheit, der kahle Kopf, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλάκρα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φαλακρότης, Φαλάκρας ἐγκώμιον, πραγματεία τις τοῦ Συνεσίου (72Α) οὕτως ἐπιγραφομένη. ΙΙ. ἄδενδρος γυμνὴ ἄκρα ὄρους «Φαλάκραι, ἄκρα τῆς Ἴδης, ἥτις οὐκ ἔχει ζῶν φυτὸν διὰ τὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον, ἀλλ’ ἐψίλωται· καὶ πάντα δὲ τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγοντο φαλάκραι» Στέφ. Βυζ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και φαράκλα Ν
η μερική ή ολική έλλειψη μαλλιών της κεφαλής
νεοελλ.
συνεκδ. το γυμνό από τρίχες μέρος του κρανίου
μσν.-αρχ.
άδενδρη, γυμνή άκρη όρους
αρχ.
φρ. «Φαλάκρας ἐγκώμιον» — τίτλος πραγματείας του Συνεσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρά, θηλ. του επιθ. φαλακρός, με αναβιβασμό του τόνου].