φαυλουργός: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(6_15)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαυλουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. [[φλαυρουργός]].
|lstext='''φαυλουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. [[φλαυρουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακός]] [[τεχνίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαῦλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαυλουργός Medium diacritics: φαυλουργός Low diacritics: φαυλουργός Capitals: ΦΑΥΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phaulourgós Transliteration B: phaulourgos Transliteration C: favlourgos Beta Code: faulourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A working ill, Ar.Fr.882: cf. φλαυρουργός.

German (Pape)

[Seite 1259] όν, schlechte, geringe Arbeit machend, schlechter Arbeiter, Schol. Soph. Phil. 31.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. φλαυρουργός.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
μσν.
αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις
αρχ.
κακός τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερ-ουργός].