φρενήρης: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />sensé, raisonnable, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], ἄρω.
|btext=ης, ες :<br />sensé, raisonnable, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], ἄρω.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[φρενήρης]], -ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[φρενοάρας]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατειλημμένος]] από [[φρενίτιδα]], [[έξαλλος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει υγιή νου, [[μυαλωμένος]] («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι)].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενήρης Medium diacritics: φρενήρης Low diacritics: φρενήρης Capitals: ΦΡΕΝΗΡΗΣ
Transliteration A: phrenḗrēs Transliteration B: phrenērēs Transliteration C: freniris Beta Code: frenh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A sound of mind, opp. ἐμμανής, Hdt.3.25, cf.30, 35, E.Heracl.150, Phld.Mort.39, Plu.2.323c, Luc.Cal.3, etc.: Sup. -έστατος Harp.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.

German (Pape)

[Seite 1304] ες, seiner Seele, seines Verstandes mächtig, verständig, Eur. Heracl. 151 El. 1053.

Greek (Liddell-Scott)

φρενήρης: -ες, γεν. εος, ὁ ἀραρὼς τὰς φρένας, ὑγιὴς τὸν νοῦν, φρόνιμος, ἀρτίφρων, Λατιν. compos mentis, ἀντίθετον τῷ ἐμμανής, Ἡρόδ. 3. 25, πρβλ. 30. 35, Εὐρ. Ἡρακλ. 150, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sensé, raisonnable, prudent.
Étymologie: φρήν, ἄρω.

Greek Monolingual

-ες / φρενήρης, -ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρενοάρας Α
νεοελλ.
κατειλημμένος από φρενίτιδα, έξαλλος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει υγιή νου, μυαλωμένος («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ήρης (Ι)].