φρούραρχος: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />commandant d’un poste, d’une troupe de garde.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρά]], [[ἄρχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />commandant d’un poste, d’une troupe de garde.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρά]], [[ἄρχω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α<br />[[αρχηγός]] φρουράς ή [[διοικητής]] φρουρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[διοικητής]] φρουραρχείου<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμοφύλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρουρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρούραρχος Medium diacritics: φρούραρχος Low diacritics: φρούραρχος Capitals: ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΣ
Transliteration A: phroúrarchos Transliteration B: phrourarchos Transliteration C: froyrarchos Beta Code: frou/rarxos

English (LSJ)

ὁ,

   A commander of a watch, or commandant of a garrison, IG12.10.13, al., X. An.1.1.6, Cyr.5.3.17, Pl.Lg.760d, Men.Kol.60, Aen.Tact.22.20, Plb.21.42.1, PTeb.6.13 (ii B. C.), OGI111.16 (Egypt, ii B. C.), etc.; οἱ φ. the guardians, Pl.Lg.843d: metaph., [θεοὶ] ἑκάστῳ τὸν τρόπον συνήρμοσαν φ. Men.Epit.554 (spelt φρούαρχος Wilcken Chr.162 i 11 (ii B. C.), and v.l. in Plb. l.c.).    II gaoler, Aristaenet. 1.20.

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, Befehlshaber der Wache, der wachhabenden Soldaten; Plat. Legg. VI, 760 d VIII, 843 d; Xen. Cyr. 5, 3,11 u. öfter, An. 1, 1,6; Din. 1, 39; Sp.; der Commandant einer Festung, auch der Anführer der Leibwache. Bei Aristaen. 1, 20 Gefängnißwärter.

Greek (Liddell-Scott)

φρούραρχος: ὁ ὁ διοικῶν φρουράν, διοικητὴς φρουρᾶς ἢ φρουρίου, Ξεν. Ἀν 1. 1, 6, Πλάτ. Νόμ. 760D. C. Ι. 73, κ. ἀλλ.· οἱ φρουρ. τούτων Πλάτ. Νόμ. 843D ― ὁ τύπος φρουράρχης ἀπαντᾷ παρὰ Θεμιστίῳ καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἐν Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant d’un poste, d’une troupe de garde.
Étymologie: φρουρά, ἄρχω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α
αρχηγός φρουράς ή διοικητής φρουρίου
νεοελλ.
στρ. διοικητής φρουραρχείου
αρχ.
δεσμοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρά + -αρχος].