φυλάρχης: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡλάρχης''': -ου, ὁ = [[φύλαρχος]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 32), διάφ. γραφὴ παρὰ Ξεν., Φίλωνι κλπ.
|lstext='''φῡλάρχης''': -ου, ὁ = [[φύλαρχος]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 32), διάφ. γραφὴ παρὰ Ξεν., Φίλωνι κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[αρχηγός]] φυλής, [[φύλαρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[φύλαρχος]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλάρχης Medium diacritics: φυλάρχης Low diacritics: φυλάρχης Capitals: ΦΥΛΑΡΧΗΣ
Transliteration A: phylárchēs Transliteration B: phylarchēs Transliteration C: fylarchis Beta Code: fula/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = φύλαρχος, IG12 (2).505.4 (Methymna), LXX 2 Ma.8.32, Ph.1.497, al.

German (Pape)

[Seite 1314] ὁ, Anführer, Vorsteher einer φυλή, bes. im Kriege bei der Reiterei.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλάρχης: -ου, ὁ = φύλαρχος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 32), διάφ. γραφὴ παρὰ Ξεν., Φίλωνι κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αρχηγός φυλής, φύλαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φύλαρχος, κατά τα αρσ. σε -ης].