φρενοβλάβεια: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />atteinte à l’intelligence, folie, démence.<br />'''Étymologie:''' [[φρενοβλαβής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />atteinte à l’intelligence, folie, démence.<br />'''Étymologie:''' [[φρενοβλαβής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φρενοβλαβία]] ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α [[φρενοβλαβής]]<br />[[βλάβη]] της διανοητικής λειτουργίας, [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκδήλωση]] μανίας, τρέλας («τὸν ἐπὶ ταῑς [[ἀνωτάτω]] φρενοβλαβείαις γέλωτα», Κύριλλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A damage of the understanding, madness, folly, D.H.5.9, Ph.2.49, Luc.Syr.D.18, Cat.Cod.Astr.2.174.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, Verletzung am Verstande, Wahnsinn, Unsinn, Thorheit, Luc. dea syr. 18.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοβλάβεια: ἡ, ἡ τῶν φρενῶν βλάβη, παραφροσύνη, μανία, τρέλλα, Διονύσ. Ἁλ. 5. 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 18, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
atteinte à l’intelligence, folie, démence.
Étymologie: φρενοβλαβής.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και φρενοβλαβία ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α φρενοβλαβής
βλάβη της διανοητικής λειτουργίας, παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
εκδήλωση μανίας, τρέλας («τὸν ἐπὶ ταῑς ἀνωτάτω φρενοβλαβείαις γέλωτα», Κύριλλ.).