χαμαιάκτη: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_10) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιάκτη''': ἡ, ἡ κατὰ γῆς ἀναπτυσσομένη [[ἀκτέα]], κουφοξυλέα, Sambucus ebulus, «αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα, [[ἐλάσσων]] ἐστὶ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον καὶ [[πολυγόνατον]]...» Διοσκ. 4. 172 (175). - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ, 554. | |lstext='''χᾰμαιάκτη''': ἡ, ἡ κατὰ γῆς ἀναπτυσσομένη [[ἀκτέα]], κουφοξυλέα, Sambucus ebulus, «αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα, [[ἐλάσσων]] ἐστὶ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον καὶ [[πολυγόνατον]]...» Διοσκ. 4. 172 (175). - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ, 554. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[λόγια]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του φυτού Sambucus nigra του γένους [[σαμπούκος]], κν. γνωστού ως [[κουφοξυλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκτέα]] / [[ἀκτῆ]] «[[είδος]] φυτού»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A elder, Sambucus Ebulus, Ps.-Dsc.4.173, Plin. HN24.51.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιάκτη: ἡ, ἡ κατὰ γῆς ἀναπτυσσομένη ἀκτέα, κουφοξυλέα, Sambucus ebulus, «αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα, ἐλάσσων ἐστὶ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον καὶ πολυγόνατον...» Διοσκ. 4. 172 (175). - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ, 554.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
λόγια, σήμερα, ονομασία του φυτού Sambucus nigra του γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»].