χειρογάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_19)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρογάστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν ποριζόμενος τὴν τροφὴν τῆς γαστρός, [[χειροβίωτος]], [[Ἑκαταῖος]] 359· Χειρογάστορες [[εἶναι]] ἡ ἐπιγραφὴ δράματός τινος τοῦ Νικοφῶντος, πρβλ. Herm. Opusc. 7. 325 κἑξ.
|lstext='''χειρογάστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν ποριζόμενος τὴν τροφὴν τῆς γαστρός, [[χειροβίωτος]], [[Ἑκαταῖος]] 359· Χειρογάστορες [[εἶναι]] ἡ ἐπιγραφὴ δράματός τινος τοῦ Νικοφῶντος, πρβλ. Herm. Opusc. 7. 325 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[χειροβίωτος]], ο [[βιοπαλαιστής]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]] «[[κοιλιά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλωσσο</i>-<i>γάστωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρογάστωρ Medium diacritics: χειρογάστωρ Low diacritics: χειρογάστωρ Capitals: ΧΕΙΡΟΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: cheirogástōr Transliteration B: cheirogastōr Transliteration C: cheirogastor Beta Code: xeiroga/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A one who fills his belly with his hands, i.e. lives by handiwork, Hecat.367 J.: Χειρογάστορες, name of play by Nicopho.

German (Pape)

[Seite 1345] ορος, der seinen Bauch mit den Händen füllt, d. i. Einer der sich von seiner Hände Arbeit nährt, Hecat. bei Poll. 1, 50. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

χειρογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν ποριζόμενος τὴν τροφὴν τῆς γαστρός, χειροβίωτος, Ἑκαταῖος 359· Χειρογάστορες εἶναι ἡ ἐπιγραφὴ δράματός τινος τοῦ Νικοφῶντος, πρβλ. Herm. Opusc. 7. 325 κἑξ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
1. ο χειροβίωτος, ο βιοπαλαιστής
2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο-γάστωρ].